- μαγειρευτός
- και μαγερευτός -ή, -ό[μαγειρεύω]μαγειρεμένος, παρασκευασμένος με μαγείρεμα, σε αντιδιαστολή με τον ωμό, τον ψητό ή τον νερόβραστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγειρευτός — ή, ό μαγειρεμένο φαγητό: Σ’ αυτό το εστιατόριο φτιάχνουν νόστιμα μαγειρευτά κρέατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
αμαγείρευτος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός 2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek